λαμπυρίζω — λαμπυρίζω, λαμπύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαμπυρίζω — λαμπύρισα, αμτβ., φωσφορίζω, ακτινοβολώ φως που δεν είναι σταθερό: Τα άστρα λαμπυρίζουν τη νύχτα στον ουρανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπυρίζον — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc voc sg λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζοντα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc pl λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζομένους — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζούσης — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζειν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσαν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζων — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)